Copy Story


 




Πέρασαν κιόλας 30 χρόνια από τη δικαίωσή μου στα δικαστήρια για την λογοκλοπή του σεναρίου πάνω στο οποίο βασίστηκε η κινηματογραφική ταινία «Ελεύθερη Κατάδυση» του Γιώργου Πανουσόπουλου.

Είμαι 63 χρόνων και βρίσκομαι πια στην πίσω πλευρά του λόφου. Επειδή αδύνατον τ΄αληθές λαθείν (αδύνατον να κρυφτεί η αλήθεια) θα εξιστορήσω εδώ με ντοκουμέντα, αποστασιοποιημένος από την ένταση εκείνων των ημερών, τα γεγονότα όπως πραγματικά συνέβησαν. Όλα μαζί συνθέτουν ένα κινηματογραφικό στόρυ με συναρπαστική πλοκή και σεναριακές ανατροπές.


1. ΕΝ ΑΡΧΗ ΗΝ Ο ΤΣΕΜΠΕΡΟΠΟΥΛΟΣ

Όλα ξεκίνησαν τον Αύγουστο του 1992, όταν ενεχείρισα στον κ. Τσεμπερόπουλο το κινηματογραφικό μου σενάριο με τον τίτλο Δεκαπενταύγουστος με σκοπό την παραγωγή κινηματογραφικής ταινίας. Τον Τσεμπερόπουλο τον είχα γνωρίσει το 1990, όταν με αφορμή την έξοδο της ταινίας του Άντε Γειά στις κινηματογραφικές αίθουσες, μου έδωσε μια συνέντευξη για το περιοδικό ΕΙΚΟΝΕΣ.

Ο Τσεμπερόπουλος έδειξε ενδιαφέρον για το σενάριό μου και μάλιστα με κάλεσε δύο – τρεις φορές στο γραφείο του στη Φιλμική Εταιρεία, επί της Φερών, προκειμένου να συζητήσουμε για αυτό. Θυμάμαι χαρακτηριστικά μια φορά, ενώ συζητούσαμε μισάνοιξε η εσωτερική ψηλή ξύλινη πόρτα και στο άνοιγμα εμφανίστηκε ο Πανουσόπουλος. Στάθηκε εκεί ρίχνοντας μια ματιά, χωρίς να μπει στο γραφείο, ρώτησε κάτι άσχετο τον Τσεμπερόπουλο και αμέσως μετά έκλεισε την πόρτα πίσω του. Ήταν η μοναδική φορά που είδα από κοντά τον Πανουσόπουλο στη ζωή μου και μάλιστα στεναχωρήθηκα επειδή ο Τσεμπερόπουλος δεν μάς σύστησε.

Το επόμενο φθινόπωρο του 1993, ο Τσεμπερόπουλος μου δήλωσε ότι δεν ενδιαφέρεται για το σενάριό μου και τότε σταμάτησαν οι επαφές μαζί του. Και εκεί που είχα αρχίσει να ξεχνάω το σενάριό μου μια σειρά δημοσιεύματα τον Απρίλιο του 1994 - σχεδόν ενάμιση χρόνο αργότερα- ήρθαν να μου υπενθυμίσουν με το πλέον οδυνηρό τρόπο την ύπαρξή του.

Σε κοινή συνέντευξη στα μέσα ενημέρωσης ο Πανουσόπουλος, με την παρουσία των Τσεμπερόπουλου και Περράκη (η «ομοούσιος» τριάς όπως την χαρακτήρισε ένα δημοσίευμα) ανακοίνωσε ότι τον επόμενο μήνα ξεκινάει τα γυρίσματα της νέας του ταινίας με τίτλο Ελεύθερη Κατάδυση και στόρυ ακριβώς το ίδιο που είχε το δικό μου σενάριο Δεκαπενταύγουστος που είχα δώσει στον Τσεμπερόπουλο.

Με λίγα λόγια, το στόρυ του Δεκαπενταύγουστου αφορά σ΄ένα δύτη που επιστρέφει μετά από χρόνια στην ιδιαίτερη πατρίδα του και αναβιώνει ο παιδικός του έρωτας στο πρόσωπο της ξαδέλφης του με φόντο το ναυάγιο ενός πλοίου, ενώ το στόρυ της Ελεύθερης Κατάδυσης αφορά σ΄ έναν δύτη που επιστρέφει μετά από χρόνια στην ιδιαίτερη πατρίδα του και αναβιώνει ο παιδικός του έρωτας στο πρόσωπο της ετεροθαλούς αδελφής του με φόντο το ναυάγιο ενός αεροπλάνου! 


 


 



2. ΩΣΤΕ, ΚΛΕΒΟΥΝ ΣΕΝΑΡΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ;

Αρχικά ένιωσα έκπληξη και μετά θυμό για την κλοπή για την οποία δεν είχα την παραμικρή  αμφιβολία. Στο μυαλό μου στριφογύριζαν διαρκώς τα ερωτήματα: Είναι δυνατόν;  Γιατί το έκλεψαν; Γίνονται αυτά;

Προσπαθούσα να τακτοποιήσω τις σκέψεις μου, ενώ παράλληλα  να διατηρήσω ακέραια την ψυχραιμία μου. Έπρεπε να κινηθώ και μάλιστα γρήγορα. Ακόμα δεν ήξερα τον τρόπο, αλλά ήμουν αποφασισμένος να βρω το δίκιο μου. 

Μίλησα με μερικούς φίλους και κάποιους κοινούς γνωστούς από τον λεγόμενο «χώρο». Οι τελευταίοι αν και έδειξαν κατανόηση μου συνέστησαν να μην μπλέξω με μεγάλα συμφέροντα γιατί δεν θα έβγαζα άκρη. «Που πας να μπλέξεις τώρα; Αυτοί θα σε φάνε ζωντανό». Όμως είχα πάρει τις αποφάσεις μου. Δεν θα επέτρεπα σε κανέναν, όπως και αν λεγόταν αυτός, να κλέψει τη δουλειά  μου, ακόμα και αν χρειαζόταν να βρεθώ ολομόναχος στη μέση της αρένας. 




Καταρχάς είχα να αντιμετωπίσω την πρακτική χρόνων στην Ελλάδα: να μην υπάρχει σχεδόν κανένας σεβασμός στα άυλα αγαθά και η προσβολή των πνευματικών δικαιωμάτων να μη θεωρείται αρκούντως αξιόμεμπτη πράξη. Ο καθένας μπορούσε να κλέψει τον πνευματικό κόπο του διπλανού του με σχετική ευκολία. Και όσο πιο ισχυρός ήταν τόσο πιο εύκολα. Τοπίο αρνητικό, ιδιαίτερα για ένα νέο που είχε να αντιμετωπίσει επώνυμους και διασυνδεμένους στον καλλιτεχνικό ιστό της χώρας. Άνισος ο αγώνας για μένα αλλά η υποχώρηση (όπως οι περισσότεροι με συμβούλεψαν να κάνω)θα σήμαινε την παραίτηση από βασικά δικαιώματά μου. Ήταν πλέον ζήτημα αρχών και στάση ζωής να υπερασπιστώ και να διεκδικήσω αυτό που μου ανήκε.

Ο χώρος των πνευματικών δικαιωμάτων ήταν ένας χώρος με ασαφή και απροσδιόριστα σύνορα, που ο καθένας μπορούσε να παραβιάσει με σχετική ευκολία και να αποκομίσει πνευματικά λάφυρα. Ο νόμος «Περί πνευματικής ιδιοκτησίας» του 1920, που ίσχυε στην Ελλάδα μέχρι και το 1993, είχε ξεπερασθεί από καιρό. Η νέα (τεχνολογικά) πραγματικότητα απαιτούσε ένα νομικό πλαίσιο που θα ανταποκρινόταν στα νέα δεδομένα της εποχής. Αυτό ήρθε να καλύψει τότε ο ν.2121/1993 (νόμος Μελίνας), που σε συνδυασμό με τη σύμβαση της Βέρνης, συνέθετε το σύγχρονο Δίκαιο της πνευματικής ιδιοκτησίας.

Οι νέες ρυθμίσεις ενισχύουν τα πνευματικά δικαιώματα των δημιουργών και προστατεύουν αποτελεσματικότερα το έργο τους. Στο άρθρο 1 του νόμου η πρόθεση του νομοθέτη είναι σαφής και καθοριστική: «οι πνευματικοί δημιουργοί, με τη δημιουργία του έργου, αποκτούν πάνω σε αυτό πνευματική ιδιοκτησία, που περιλαμβάνει, ως αποκλειστικά και απόλυτα δικαιώματα, το δικαίωμα εκμετάλλευσης του έργου (περιουσιακό δικαίωμα) και το δικαίωμα της προστασίας του προσωπικού τους δεσμού προς αυτό (ηθικό δικαίωμα)».

Η προσβολή του δικαιώματος της πνευματικής ιδιοκτησίας δεν εμφανίζεται μόνο με την πιστή αντιγραφή του πρωτότυπου (που νομικά χαρακτηρίζεται ως «δουλική ανάληψη»), αλλά και με την τροποποίηση, διασκευή ή προσαρμογή του πρωτότυπου, έτσι ώστε να υπάρχει ομοιότητα μεταξύ των δύο έργων. Συνεπώς προσβολή της πνευματικής ιδιοκτησίας δεν διαπράττει μόνο εκείνος που απομιμείται το ξένο έργο στην ίδια ακριβώς μορφή που του έδωσε ο δημιουργός του, αλλά και εκείνος που αλλάζει μερικά από τα στοιχεία αυτού.

Ένα από τα επιχειρήματα της πλευράς Πανουσόπουλου (γιατί άλλαζαν ανάλογα με τις δικαστικές αποφάσεις, όπως θα δούμε στη συνέχεια) ήταν ότι ένα σενάριο που αναφέρεται σε έναν αιμομικτικό έρωτα δεν έχει κοπυράιτ, καθόσον το θέμα είναι κοινότοπο από παλιά.

«Όμως ακόμα και τα δημιουργήματα με την πιο ριζοσπαστική πρωτοτυπία περιέχουν μέσα τους, έστω και σαν ερέθισμα της άρνησης, στοιχεία από το πνευματικό παρελθόν και τον πνευματικό περίκοσμο».

Η θέση αυτή σημαίνει ότι κάθε έργο τέχνης έχει μέσα του κοινά στοιχεία που το συνδέουν με τη ζωή, τον έρωτα, τη φύση, πλην όμως ο χειρισμός τους από το συγκεκριμένο δημιουργό τα σφραγίζει με ιδιαιτερότητα και πρωτοτυπία που σηματοδοτούν την ανάγκη προστασίας του. Και η προστασία αυτή επιβάλλεται ακόμα και όταν αλλοιώνεται μερικώς η συνολική σύλληψη του δημιουργού, διότι η προσβολή της πνευματικής ιδιοκτησίας διασπά την εσωτερική αλληλουχία του έργου ως συνόλου.

Αν και η πρωτοτυπία, σύμφωνα με έναν ευφυή ορισμό, μοιάζει με έναν ροζ ελέφαντα(: είναι εύκολο να αναγνωρισθεί αλλά δύσκολο να ορισθεί), εν τούτοις το κριτήριο για τον διαχωρισμό ενός πρωτότυπου ή μη έργου, είναι η ατομική ιδιομορφία του και το στοιχείο της προσωπικής δημιουργικής συμβολής. Με άλλα λόγια ένα έργο πρέπει να παρουσιάζει κάποιο ελάχιστο όριο «δημιουργικού ύψους», κάποια απόσταση από τα ήδη γνωστά ή αυτονόητα. Δηλαδή είναι, εκτός από την κεντρική ιδέα, η υπόθεση (στόρυ), η δραματουργία (πλοκή), η χαρακτηρολογία(ήρωες) και τα ευρήματα που το καθιστούν πρωτότυπο.

Η ελληνική νομολογία βρίσκεται κοντά στην ριζοσπαστική θεωρία της στατιστικής μοναδικότητας του Ελβετού Kummer ως βασικό κριτήριο της πρωτοτυπίας ή ατομικότητας. Σύμφωνα με αυτήν πρωτότυπο είναι ένα έργο εφόσον με μεγάλη πιθανότητα θα πρέπει να αναμένεται ότι τρίτος δεν θα ήταν σε θέση να δημιουργήσει παράλληλα το ίδιο.

Έτσι για μένα το θέμα ήταν καταρχάς και καταρχήν η αξίωση της αναγνώρισης της πατρότητας και η υπεράσπιση του δικαιώματός μου επί του συγκεκριμένου έργου. Το ηθικό δικαίωμα του πνευματικού δημιουργού αποτελεί εκδήλωση του δικαιώματος της προσωπικότητας του δημιουργού που διατηρεί πάντα ακατάλυτους δεσμούς προς το πνευματικό του δημιούργημα. Όπως το δικαίωμα της προσωπικότητας έτσι και το ηθικό δικαίωμα του πνευματικού δημιουργού είναι απεριόριστο, απόλυτο και αμεταβίβαστο (βλ. Γ.Κουμάντος, Πνευματική Ιδιοκτησία, εκδ. 4η, σελ. 234-236).

 Ήξερα ότι ο δρόμος θα ήταν δύσκολος, αλλά επίσης ήξερα ότι το δίκιο ήταν με το μέρος μου. Στην δική μου περίπτωση , όπως θα δούμε στη συνέχεια, το δικαστήριο αναγνώρισε την πρωτοτυπία του δικού μου σεναρίου («Δεκαπενταύγουστος») και δέχθηκε ότι αν δεν προϋπήρχε αυτό δεν θα γινόταν το άλλο («Ελεύθερη Κατάδυση»). 


3.PRIOR IN TEMPORE POTIOR IN JURE

Τον Απρίλιο 1994 απευθύνθηκα στο νομικό γραφείο ΚΑΛΑΒΡΟΣ &ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ και την υπόθεση ανέλαβαν οι δικηγόροι Θεμιστοκλής Κλουκίνας και Νίκος Μόσχος. Αφού τους ενημέρωσα αναλυτικά για το χρονικό  της υπόθεσης, τους παρείχα κάθε αποδεικτικό στοιχείο, που είχα στη διάθεση μου, για την λογοκλοπή.

Είναι σημαντικό για την συνέχεια της εξιστόρησης ότι ο  Τσεμπερόπουλος πάνω στο δακτυλογραφημένο αντίτυπο που του είχα δώσει, είχε κάνει χειρόγραφα μια σειρά παρατηρήσεις και διορθώσεις, μερικές από τις οποίες μεταφέρθηκαν στη νέα βερσιόν του σεναρίου που έγινε τελικά ταινία από τον Πανουσόπουλο.

Η ενδεδειγμένη πρώτη κίνηση ήταν η επίδοση εξωδίκου προς τους Τσεμπερόπουλο και Πανουσόπουλο με το οποίο διαμαρτυρόμουν για την γενόμενη λογοκλοπή. Τους καλούσα να δηλώσουν δημοσίως ότι ο σεναριογράφος της ταινίας που επρόκειτο να γυρίσει ο Πανουσόπουλος ήμουν εγώ, διαφορετικά θα προέβαινα σε κάθε νόμιμη ενέργεια εναντίον τους ενώπιον πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων με τη ρητή επιφύλαξη όλων των νομίμων δικαιωμάτων μου.


Ταυτόχρονα έστειλα και το ακόλουθο δελτίο τύπου στα Μέσα Ενημέρωσης.

ΔΈΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ

Πληροφορήθηκα από δημοσιεύματα εφημερίδων, βασισμένα σε επίσημη συνέντευξη Τύπου, ότι ο σκηνοθέτης Γιώργος Πανουσόπουλος πρόκειται να γυρίσει ταινία στην οποία ως σεναριογράφοι εμφανίζονται ο ίδιος μαζί με τις Μανίνα Ζουμπουλάκη, Δέσποινα Τομαζάνη και Λεία Βιτάλη. Παραδόξως η ταινία αυτή έχει το ίδιο ακριβώς θέμα με το σενάριο, του οποίου τα πνευματικά δικαιώματα είχα ήδη κατοχυρώσει στην Εθνική Βιβλιοθήκη και παρέδωσα, πριν από περίπου δύο χρόνια στον Γιώργο Τσεμπερόπουλο, στενό συνεργάτη και συνέταιρο στην ίδια διαφημιστική εταιρία, του Γιώργου Πανουσόπουλου. Με τον κ. Τσεμπερόπουλο συζητούσαμε επί μήνες πάνω στην διαμόρφωση του σεναρίου αλλά οι συζητήσεις εκείνες διακόπηκαν, όταν εκείνος μου είπε ότι δεν ήταν μέσα στα σχέδιά του –τουλάχιστον τον καιρό που συζητούσαμε- να ασχοληθεί με το γύρισμα ταινίας. Έτσι εμβρόντητος διάβασα στον Τύπο ότι ο κ. Πανουσόπουλος ξεκινάει τα γυρίσματα της επόμενης ταινίας του με βάση το δικό μου σενάριο. Ουσιαστικά πρόκειται για την ίδια ιστορία: ο ήρωας (δύτης και στις δύο περιπτώσεις) επιστρέφει μετά από πολλά χρόνια απουσίας στο εξωτερικό στην ιδιαίτερη πατρίδα του και εκεί αναβιώνει ο παιδικός του έρωτας με την ξαδέλφη του (ετεροθαλή αδελφή στην εκδοχή Πανουσόπουλου).

Είναι προφανές ότι όλη η παραπάνω συμπεριφορά προσβάλλει τα πνευματικά μου δικαιώματα στην ιδέα και στο σενάριο που πρόκειται να κάνει ταινία ο κ. Πανουσόπουλος. Διαμαρτύρομαι για την συγκεκριμένη ενέργεια της προφανούς λογοκλοπής, ενέργεια που, επιπλέον, δεν αρμόζει στο ήθος δημιουργών του δικού τους επιπέδου και επιφυλάσσομαι όλων των νομίμων δικαιωμάτων μου.

Ντίνος Γιώτης, Δημοσιογράφος

Παρά το εξώδικο και τα (λίγα) δημοσιεύματα ο Πανουσόπουλος απάντησε επέλεξε να με αγνοήσει, ως να μην υπήρχα. Σε δελτίο τύπου της 14.7.1994 το κοινό πληροφορείται ότι τα γυρίσματα της ταινίας ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΚΑΤΑΔΥΣΗ βρίσκονται σε πλήρη εξέλιξη.






Η προσφυγή μου στη Δικαιοσύνη ήταν πλέον μονόδρομος. Η εκδίκαση των ασφαλιστικών μέτρων που αιτήθηκα προσδιορίστηκε για τις 8 Αυγούστου 1994. 

Η αντίδραση του Πανουσόπουλου ήταν βρισιές «πρόκειται για κάποιον ατάλαντο που προσπαθεί να κάνει ντόρο»  και απειλές «ψάχνω να τον βρω για να τον σπάσω στο ξύλο…θέλω να τον δείρω πολύ άσχημα…να του σπάσω τα χέρια, τα πόδια…», απαράδεκτες εκφράσεις, μάλιστα από έναν καλλιτέχνη οι ταινίες του οποίου μάλιστα μου άρεσαν.

Ταυτόχρονα με τις απειλές ο Πανουσόπουλος ζήτησε και πήρε αναβολή για τη συζήτηση των ασφαλιστικών μέτρων από το δικαστήριο για τις 8 Σεπτεμβρίου 1994.

Κάθισα και έγραψα την παρακάτω επιστολή που έστειλα στις εφημερίδες τονίζοντας το αυτονόητο: εάν οι κ.κ. Πανουσόπουλος-Τσεμπερόπουλος δεν έχουν καμία σχέση μαζί μου και με το σενάριό μου δεν έχουν κανένα λόγο να ανησυχούν: τα δικαστήρια θα τους δικαιώσουν.

«Σε πολλές εφημερίδες δημοσιεύτηκαν τις τελευταίες μέρες απειλές του σκηνοθέτη Γ. Πανουσόπουλου εναντίον μου μετά την προσφυγή μου στη Δικαιοσύνη για την κλοπή του σεναρίου μου στο οποίο στηρίζεται η ταινία ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΚΑΤΑΔΥΣΗ. Σε ό,τι αφορά αυτές τις απειλές όπως «θα τον δείρω, αλλά θα τον δείρω πολύ άσχημα», «θα τον στείλω στο νοσοκομείο», «θα του σπάσω χέρια και πόδια», καταφεύγω στη Δικαιοσύνη. 

Ο κ. Πανουσόπουλος ψεύδεται ότι λέει ότι δεν με ξέρει. Το σενάριο μου το έδωσα στον συνεταίρο του κ. Τσεμπερόπουλο στην «Φιλμική Εταιρεία», τον Αύγουστο του 1992, λίγους μήνες πριν ο σκηνοθέτης «εμπνευστεί» την υπόθεση της ΕΛΕΥΘΕΡΗΣ ΚΑΤΑΔΥΣΗΣ. Στο εξώδικο που του έστειλα, στις 5 Μαΐου, πριν καταφύγω στη Δικαιοσύνη, μου απάντησαν και οι δύο με έγγραφο εξωδίκως. Κατά συνέπεια και με ξέρει και δεν έμαθε για την προσφυγή μου μόλις τη μέρα της δίκης, στις 4 Αυγούστου, όπως λέει. Απλώς ψεύδεται. Εάν οι κ.κ. Πανουσόπουλος-Τσεμπερόπουλος δεν έχουν καμία σχέση μαζί μου και με το σενάριό μου δεν έχουν κανένα λόγο να ανησυχούν: τα δικαστήρια θα τους δικαιώσουν. Προκαλώ δημοσίως τον κ. Τσεμπερόπουλο να δηλώσει ευθέως εάν παρέλαβε το σενάριό μου και διερωτώμαι ποιος και γιατί έσπευσε να ζητήσει αναβολή της υπόθεσης, αφού δεν τους αφορά; Προκαλώ ευθέως τους …4 σεναριογράφους να δηλώσουν και δημοσίως, όπως θα αναγκαστούν να το κάνουν στο δικαστήριο, τι ακριβώς έκανε ο καθένας, πάνω σε ποιο και ΤΙΝΟΣ αρχικό σενάριο; 

Ατυχώς για τους εναγόμενους το σενάριο μου το είχα καταθέσει στην Εθνική Βιβλιοθήκη τον Σεπτέμβριο του 1992, δύο ολόκληρα χρόνια πριν κυκλοφορήσει το έργο συλλογικής προσπάθειας που οικειοποιείται η ΠΆΝΟΥΣΟΠΟΥΛΟΣ ΕΠΕ. Το είχα ήδη δώσει στον κ. Τσεμπερόπουλο ο οποίος μου υπέδειξε να κάνω ορισμένες αλλαγές στη φρασεολογία και σε διάφορους ρόλους. Π.χ. οι πρωταγωνιστές να μην είναι ξαδέλφια αλλά ετεροθαλή αδέλφια Ο κ. Τσεμπερόπουλος εργάστηκε πάνω στο σενάριο και συζητούσαμε για τρείς μήνες την προοπτική να γίνει ταινία. Τον επόμενο Απρίλιο (1994) έκπληκτος διάβασα στον Τύπο ότι ο κ. Πανουσόπουλος γυρίζει ταινία με το ίδιο ακριβώς θέμα.

Ο τίτλος από ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΥΓΟΥΣΤΟΣ άλλαξε σε ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΚΑΤΑΔΥΣΗ. Τα ονόματα των ηρώων άλλαξαν, προστέθηκαν και αφαιρέθηκαν σκηνές. Ο ίδιος ο κ. Πανουσόπουλος δήλωσε ότι χρειάστηκαν 12 γραφές(!). Το νέο σενάριο υπογράφει ο σκηνοθέτης μαζί με τις ΛΕΙΑ ΒΙΤΑΛΗ, ΜΑΝΙΝΑ ΖΟΥΜΠΟΥΛΑΚΗ και ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΤΟΜΑΖΑΝΗ. Το κοπυράιτ όμως ανήκει στην ΠΑΝΟΥΣΟΠΟΥΛΟΣ ΕΠΕ και όχι σε ένα συγκεκριμένο άτομο, ενδεικτικό του ότι κανένας από τους παραπάνω δεν είναι ο αρχικός σεναριογράφος. Είναι σαφές ότι ο κ. Πανουσόπουλος υπογράφει ένα κλεμμένο σενάριο, ξαναγραμμένο δώδεκα φορές, ώστε να μεταποιηθεί και να μην φαίνεται η σχέση του με το αρχικό. 

Παρά την προσπάθεια η κεντρική ιδέα, οι βασικοί ήρωες, οι βασικοί χώροι, δευτερεύοντες ρόλοι και χώροι είναι κοινοί: ο ήρωας (δύτης και στις δύο περιπτώσεις) επιστρέφει μετά από πολύχρονη απουσία στην ιδιαίτερη πατρίδα του και τότε αναβιώνει ο παιδικός του έρωτας στο πρόσωπο της ξαδέλφης του (ετεροθαλή αδελφή στο άλλο σενάριο). Το γεγονός ότι είναι δύτης όχι μόνο δεν είναι τυχαίο γιατί παραπέμπει σε υποβρύχια γυρίσματα, αλλά δίνει και το νέο τίτλο: ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΚΑΤΑΔΥΣΗ. Τα χαρακτηριστικά του κεντρικού ήρωα είναι ίδια: είναι το ίδιο κοσμογυρισμένος και εραστής της περιπέτειας (στην Ανταρκτική στη μία περίπτωση στον Περσικό στην άλλη). Η κεντρική ηρωίδα έχει τον ίδιο χαρακτήρα και στις δύο περιπτώσεις: τολμηρή, αυτόβουλη, χωρίς ταμπού για να εγκαταλείψει το σπίτι της. Από διαφημίστρια στο νέο σενάριο γίνεται φαρμακοποιός. Βασικές σκηνές, χώροι, πλάνα είναι ίδια. Ένα βυθισμένο ναυάγιο με πλοίο γίνεται αεροπλάνο. Το ίδιο μοναχικό σπίτι, η ίδια θαλασσινή σπηλιά των ερώτων τους, η ίδια εκπομπή στο τηλεοπτικό στούντιο, η συνάντηση στο νεκροταφείο, ακόμα και ίδιες ατάκες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα: σε μια ολόιδια σκηνή έξω από ένα σφαιριστήριο νεαροί κάνουν καμάκι σφυρίζοντας στην ηρωίδα. «Μανάρα μου, είσαι και το πρώτο παιδί» λέει στο ένα σενάριο «Μάνα μου, πάμε για κάνα μπάνιο» στο άλλο. 

Δεν είχα καμία πρόθεση να φτάσω στα δικαστήρια. Το σενάριο μου  πήρε δύο χρόνια για να το γράψω. Το εμπιστεύτηκα στα χέρια του κ. Τσεμπερόπουλου και το βλέπω να γίνεται, έν αγνοία μου, ταινία από τον κ. Πανουσόπουλο. Ο οποίος δηλώνει ανήξερος, αλλά ξέρει πως είμαι «ατάλαντος»! Μετά την αναβολή που πέτυχε για τις 8 Σεπτεμβρίου το δικαστήριο θα κρίνει εάν η τέχνη της πνευματικής κλοπής είναι πιο σημαντική από την τέχνη του κινηματογράφου. Η τέχνη μπορεί να ανήκει στον κ. Πανουσόπουλο, εκείνο που εγώ ζητάω είναι Δικαιοσύνη».  






Είναι χαρακτηριστική η προσπάθεια οικειοποίησης του σεναρίου από τον Πανουσόπουλο, μέσα από ένα δαίδαλο τριών συνσεναριογράφων και δώδεκα γραφών (Σημείωση: ο Βασίλης Αλεξάκης δεν είχε εμφανιστεί ακόμα στους τίτλους, έχει σημασία αυτό για τη συνέχεια της υπόθεσης). 

Ο σκηνοθέτης, με το δελτίο τύπου της 14.7.1994, ισχυρίζεται ότι «συνέλαβε» την ιδέα της ΕΛΕΥΘΕΡΗΣ ΚΑΤΑΔΥΣΗΣ, το Νοέμβριο του 1992. «...στο σενάριο ξεκίνησα τον Νοέμβριο του ’92 με την ΜΑΝΙΝΑ ΖΟΥΜΠΟΥΛΑΚΗ. Την Άνοιξη του ’93 χρειάστηκε  η ευαισθησία της ΔΕΣΠΟΙΝΑΣ ΤΟΜΑΖΑΝΗ για να ολοκληρώσουμε την…ενδέκατη γραφή το καλοκαίρι του ’93. Έξι μήνες αργότερα ήθελα μια δωδέκατη. Η ΛΙΑ ΒΙΤΑΛΗ βοήθησε καθοριστικά να ξαναμπούν όλα στη θέση που θα τα βρει ο θεατής το Νοέμβριο (δύο συναπτά έτη μακριά από την αφετηρία)». 

 Τι λοιπόν τον εμπόδιζε να προσκομίσει στο δικαστήριο ένα οποιοδήποτε αποδεικτικό στοιχείο που θα πιστοποιούσε ότι αυτός προηγήθηκε στη συγγραφή του σεναρίου; Ένα έγγραφο, ένα σημείωμα, ένα στοιχείο τέλος πάντων που θα αποδείκνυε ότι ξεκίνησε να γράφει το σενάριο με τη Ζουμπουλάκη από το Νοέμβριο του 1992, αρκετά πριν εγώ εμφανιστώ καταθέτοντας ασφαλιστικά μέτρα; Προφανώς επειδή δεν συνέβη κάτι τέτοιο και δεν διέθετε κανένα στοιχείο. Αντιθέτως η μοναδική επίσημη πιστοποίηση της βέβαιης χρονολογίας κατάθεσης ήταν η δική μου κατοχύρωση του σεναρίου στην Εθνική Βιβλιοθήκη(2622/25-9-92), κατοχύρωση που μου παρείχε το προνόμιο της χρονικής προτεραιότητας με βάση τον κανόνα "prior in tempore potior in jure" (το δικαίωμα που θα επικρατήσει είναι εκείνο το οποίο γεννήθηκε πρώτο).

Η υπόθεση λογοκλοπής θα έπαιρνε το δρόμο της, έναν δρόμο για μένα αργό και βασανιστικό για τον επόμενο χρόνο.

Όσον αφορά δε στις  απειλές και την εξύβριση υπέβαλλα μήνυση εναντίον του, αδικήματα για τα οποία ο Πανουσόπουλος καταδικάστηκε, δυόμιση χρόνια αργότερα, σε ποινή φυλάκισης πέντε μηνών.






4. ΕΙΚΟΣΙΔΥΟ ΣΑΤΑΝΙΚΕΣ ΣΥΜΠΤΩΣΕΙΣ

Στο δικαστήριο της 8ης Σεπτεμβρίου 1994 προσήλθα με μάρτυρα τον δημοσιογράφο και φίλο μου Λεωνίδα Ιντζιπέογλου, ενώ η πλευρά Πανουσόπουλου είχε ως μάρτυρα τον Γιώργο Τσεμπερόπουλο. Ο ίδιος ο Πανουσόπουλος δεν εμφανίστηκε, παρά το γεγονός ότι η αίτηση των ασφαλιστικών μέτρων στρεφόταν εναντίον του και εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του κ. Αριστοτέλη Δαμασκηνό

Στη συζήτηση αποδείξαμε με αδιάσειστα στοιχεία την λογοκλοπή. Η βασική ιδέα του σεναρίου στηρίζεται στον έρωτα που αναβιώνει ανάμεσα σε δύο πρόσωπα με συγγενική σχέση που γυρίζουν πίσω στο χρόνο. Ο άντρας επιστρέφει. Η γυναίκα είναι ήδη παντρεμένη και κουρασμένη από το γάμο της. Το στοιχείο της επιστροφής χρησιμοποιείται με την ίδια σημασία: επιστροφή στην πατρίδα, επιστροφή στην παιδική ηλικία, επιστροφή στη γυναίκα. Η χρονική ακολουθία είναι πανομοιότυπη: φυγή στο εξωτερικό-επιστροφή στο πατρικό- φυγή στο εξωτερικό. Οι χαρακτήρες είναι ίδιοι: αυτός δυναμικός, σκληρός, ταξιδιώτης, εραστής της  περιπέτειας. Αυτή αυτόβουλη, χωρίς ταμπού και κοινωνικές προκαταλήψεις.

Όλοι οι χώροι στους οποίους εξελίσσεται η ταινία (πατρικό σπίτι, νεκροταφείο, θάλασσα, βυθός, κάβος, σπηλιά, σφαιριστήριο) είναι πανομοιότυποι. Το πιο χαρακτηριστικό στοιχείο είναι η έννοια του ναυαγίου που έρχεται σε αντιστοιχία με την ναυαγισμένη ερωτική σχέση. Ο ήρωας αναζητά ένα βυθισμένο που στην άλλη περίπτωση γίνεται βυθισμένο αεροπλάνο, ωστόσο δραματουργικά και συμβολικά η θέση τους μέσα στην ταινία είναι ίδια. Υποβρύχιες σκηνές που συνδέονται με την ερωτική σχέση των ηρώων. Οποιοσδήποτε επιχειρήσει να γυρίσει μια τέτοια σκηνή στο μέλλον θα μοιάζει να έχει αντιγράψει τον Πανουσόπουλο. 

Μια σειρά συμβόλων παίζουν τον ίδιο ρόλο και στα δυο σενάρια. Χαρακτηριστικό παράδειγμα: το αγαλματάκι που γίνεται φυλαχτό δεν αλλάζει στο παραμικρό την δραματουργία, αφού και στις δύο περιπτώσεις γίνεται ο οδηγός για την ανεύρεση του ναυαγίου.

Ο ήρωας είναι δύτης. Όχι τυχαία. Είναι βασικό στοιχείο του σεναρίου και συμβολίζει την κατάδυση στην παιδική ηλικία αλλά και στα ενδότερα της ψυχής, όπου κρύβονται παιδικοί ανομολόγητοι έρωτες και αιμομικτικές σχέσεις. 

Ακολούθως παραθέσαμε ένα πλήθος ομοιοτήτων, που αποδεικνύουν πασιφανέστατα την λογοκλοπή. 

1. Συμπτωματικά ο κεντρικός ήρωας έχει την ίδια ηλικία και είναι δύτης και στα δύο σενάρια. Στο δικό μου λέγεται Οδυσσέας, στο άλλο Λευτέρης.

2. Συμπτωματικά έχουν τον ίδιο χαρακτήρα και έχουν ταξιδέψει για δουλειά σε μακρινά μέρη: στο δικό μου στην Ανταρκτική, στο άλλο στον Περσικό.

3. Ο ήρωας επιστρέφει μετά από έντεκα χρόνια στην ιδιαίτερη πατρίδα του (και στα δύο σενάρια) που συμπτωματικά είναι παραθαλάσσια επαρχιακή πόλη.

4. Ο ήρωας που επιστρέφει και στις δύο περιπτώσεις αναβιώνει έναν παιδικό έρωτα με συγγενικό πρόσωπο: στη μια περίπτωση είναι ξαδέλφη, στην άλλη ετεροθαλής αδελφή. 

5. Ο ήρωας κάνει καταδύσεις ψάχνοντας να βρει ένα ναυάγιο. Στο δικό μου σενάριο σε ένα βυθισμένο πλοίο, στο δεύτερο σε ένα βυθισμένο αεροπλάνο!

6. Στο πρώτο σενάριο ο ήρωας οδηγείται στο ναυάγιο από ένα αγαλματίδιο, στο δεύτερο από ένα φυλαχτό.

7. Η ηρωίδα έχει τον ίδιο χαρακτήρα και στα δύο σενάρια: είναι αυτόβουλη, κάνει ό,τι θέλει, δεν λογαριάζει την κοινωνική κατακραυγή, δεν έχει ταμπού. Και στις δύο περιπτώσεις είναι ήδη παντρεμένη. Και στις δύο περιπτώσεις εγκαταλείπει τον άντρα της. Στο δεύτερο σενάριο δεν απαιτείται ιδιαίτερη μυθοπλαστική ικανότητα για την ηρωίδα, απλώς από Έλλη γίνεται Όλγα!

8. Ο τόπος των ερωτικών συναντήσεων των δύο ηρώων είναι απαράλλαχτα ο ίδιος: μια – η ίδια- θαλασσινή σπηλιά!

9. Στα ερωτικά τους ραντεβού σημειώνεται μια ακόμα «πρωτότυπη» παρέμβαση στο σενάριό μου: η οικεία φράση «χαζέ» με την οποία απευθύνεται η ηρωίδα προς τον ήρωα γίνεται «χαμένε»!

10. Το μυστικό των εραστών γίνεται αντιληπτό από δευτερεύοντα χαρακτήρα: ο μαστρο- Θόδωρος έγινε ψαράς.

11. Συμπτωματικά και στα δύο σενάρια ο ήρωας έρχεται σε σύγκρουση με τον πατέρα του για την ερωτική του σχέση. «Και συ ρε πατέρα;» γράφω εγώ. «Ρε, πατέρα» μένει στο άλλο σενάριο. Σύμπτωση φυσικά ευεξήγητη αν δεν λεγόταν στην ίδια σκηνή: όταν ο πατέρας του ζητάει να διακόψει τη σχέση του με την ξαδέλφη/ετεροθαλή αδελφή!

12. Ο πατέρας του ήρωα τού ανακοινώνει πίνοντας κρασί στη μια περίπτωση ότι θα πουλήσει το πατρικό σπίτι στην άλλη ότι θα του το χαρίσει.

13. Και στα δύο σενάρια ο πατέρας του ήρωα παρακολουθεί έναν ερωτικό διάλογο μεταξύ του ζευγαριού. Στην μια περίπτωση από το παράθυρο του σπιτιού, στην άλλη από το παράθυρο ενός τροχόσπιτου.

14. Και στα δυο σενάρια στο ντεκόρ του σπιτιού υπάρχουν παλιές οικογενειακές φωτογραφίες που μεταφέρουν τους ήρωες στο παρελθόν και «εξηγούν» το ένοχο μυστικό τους. 

15. Και στα δύο σενάρια υπάρχει μια ίδια σκηνή με τον ήρωα σε κατάσταση νοσταλγίας να ψάχνει παλιά πράγματα στο πατρικό σπίτι.

16. Και στα δύο σενάρια υπάρχει η ίδια σκηνή όπου η ηρωίδα κοιτάζει μια φωτογραφία που την γυρίζει στο παρελθόν. 

17. Και στα δύο σενάρια υπάρχει μια τηλεοπτική εκπομπή με κρατικούς αξιωματούχους. Στο ένα υπουργοί και βουλευτές, στο άλλο εκπρόσωποι του υπουργείου Πολιτισμού και της Νομαρχίας. Η τηλεοπτική εκπομπή – που είναι μια ολόκληρη σεκάνς- παίζει δραματουργικά ακριβώς τον ίδιο ρόλο  και στα δύο σενάρια.

18. Και στα δύο σενάρια η ηρωίδα συλλογισμένη παρακολουθεί την εκπομπή με το ίδιο σεναριακό εύρημα: βλέπει τηλεόραση χωρίς να ακούει. Στη μια περίπτωση κατεβάζει τον ήχο, στην άλλη φοράει ακουστικά!

19. Και στα δύο σενάρια η σκηνή στο σφαιριστήριο με τους νεαρούς που κάνουν καμάκι σφυρίζοντας στην ηρωίδα που περνάει στο δρόμο, είναι πανομοιότυπη: η «διαφορά» είναι ότι στο ένα ακούγεται «Μανάρα μου» και στο άλλο «Μάνα μου» !

20. Και στα δύο σενάρια υπάρχει ένας σκληροτράχηλος τύπος που έχει σχέση με ναρκωτικά. Απλώς στο δεύτερο σενάριο ο Ζαρωμένος έγινε Αχτένιστος!

21. Και στα δύο σενάρια υπάρχει μια σκηνή όπου οι ήρωες συναντιούνται σε ένα νεκροταφείο. Στο δικό μου σενάριο σε κηδεία, στο άλλο σε μνημόσυνο!

22. Και στα δύο σενάρια οι ήρωες συναντιούνται με ένα φιλικό τους ζευγάρι, στην μια περίπτωση σε εστιατόριο, στην άλλη σε ζαχαροπλαστείο.

23. Και στα δύο σενάρια το πατρικό σπίτι –βασικός χώρος της ταινίας- είναι απόμακρο και μοναχικό.

24. Και στα δύο σενάρια στο τέλος ένας από τους εραστές  βάζει φωτιά. Στο ένα η ηρωίδα καίει παλιά πράγματα που την συνδέουν με το παρελθόν, στο άλλο ο ήρωας καίει το σπίτι. 

25. Και στα δύο σενάρια το ζευγάρι που δικαιώνεται στην ταινία φεύγει στο εξωτερικό. Στο πρώτο ο ήρωας με την ξαδέλφη του, στο άλλο ο ήρωας με τη νέα του φίλη.

Στην εξέτασή του από το δικαστήριο ο μάρτυρας Τσεμπερόπουλος αρχικά δεν θυμόταν αν με είχε συναντήσει, μετά θυμήθηκε ότι του είχα δώσει κάποτε ένα σενάριο που μου επέστρεψε, στη συνέχεια θυμήθηκε ότι είχε κάνει διορθώσεις στο συγκεκριμένο σενάριο (σημείωση: που παραμένουν χειρόγραφες στις τυπωμένες σελίδες) και στο τέλος όταν δεν μπόρεσε να δικαιολογήσει το πλήθος των ομοιοτήτων των δυο σεναρίων στον πρόεδρο του δικαστηρίου απέδωσε αυτές σε…σατανική σύμπτωση, προκαλώντας τη θυμηδία στο ακροατήριο.





Στο δε σημείωμα δε που κατέθεσε η εναγόμενη πλευρά έφτασε στο σημείο, ελλείψει άλλων επιχειρημάτων, να υπαινιχθεί ότι εγώ έκανα εκ των υστέρων αλλαγές στο δικό μου σενάριο έτσι ώστε να μοιάσει με το κλαπέν! Στο ίδιο σημείωμα αναφέρεται ως συνσεναριογράφος και ο συγγραφέας Βασίλης Αλεξάκης, το όνομα του οποίου δεν υπήρχε αρχικά και «εξαφανίζεται»  ξανά, όπως θα δούμε στη συνέχεια.

Η απόφαση 18607/1994 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών βγήκε στις 10 Νοεμβρίου 1994 και ήταν καταπέλτης για την πλευρά Πανουσόπουλου. Το δικαστήριο έκρινε ότι προσβολή της πνευματικής ιδιοκτησίας δεν διαπράττει μόνο εκείνος που απομιμείται ή εκμεταλλεύεται το ξένο έργο στην ίδια ακριβώς μορφή που του έδωσε ο δημιουργός του αλλά και εκείνος που αλλάζει μερικά από τα στοιχεία του έργου.

Αποφασίζει ότι το σενάριο ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΚΑΤΑΔΥΣΗ αποτελεί σχεδόν απομίμηση του σεναρίου ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΥΓΟΥΣΤΟΣ τόσο κατά την κεντρική του ιδέα όσο και κατά την πλοκή του, προσβάλλοντας τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας του αιτούντος και απαγορεύει στους καθ’ ων και σε κάθε τρίτο που έλκει δικαιώματα απ΄ αυτούς την με κάθε τρόπο παραγωγή, διάθεση, προβολή, εκμετάλλευση ή διαφήμιση του σεναρίου με τον τίτλο ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΚΑΤΑΔΥΣΗ.








5. ΠΑΝΟΥΣΟΠΟΥΛΟΣ vs ΠΑΝΟΥΣΟΥΠΟΥΛΟΣ

Μετά την καταδικαστική απόφαση η πλευρά Πανουσόπουλου άλλαξε υπερασπιστική γραμμή, καταθέτοντας αίτηση ανάκλησης της συγκεκριμένης απόφασης 18607/94, με την οποία δικαιωνόμουν.






Στο παιγνίδι τώρα μπαίνουν και άλλοι παίκτες που εμπλέκονται με τον έναν ή τον άλλον τρόπο στην παραγωγή της ταινίας και φαίνεται να ανησυχούν για τα λεφτά που έβαλαν στην ταινία. Έτσι οι συμπαραγωγές εταιρίες ΕΚΚ, STEFI AEHOME VIDEO HELLAS AEEΛΚΕ αλλά και η ΦΙΛΜΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ (συμφερόντων Πανουσόπουλου) στρέφονται κατά εμού, κατά των εμφανιζόμενων σεναριογράφων Λείας Βιτάλη, Δέσποινας Τομαζάνου και Μανίνας Ζουμπουλάκη (όχι όμως και του επίσης εμφανιζόμενου συνσεναριογράφου Βασίλη Αλεξάκη) αλλά και κατά του Πανουσόπουλου (!), προβάλλοντας τον ισχυρισμό ότι ως τρίτοι και συγχρηματοδότριες εταιρίες έχουν επικρατέστερο δικαίωμα από το δικό μου πνευματικό δικαίωμα που είχε αναγνωριστεί με τη λήψη των ασφαλιστικών μέτρων.

Έτσι το νέο επιχείρημα που προβάλλουν είναι ότι η επένδυση των 235 εκατομμυρίων δραχμών στην ταινία είναι επικρατέστερη από την προσβολή του δικαιώματος της πνευματικής ιδιοκτησίας. Σε μετάφραση: κινδυνεύουμε να χάσουμε τα λεφτά μας και ξεχάστε τα πνευματικά δικαιώματα.

Ένα παράδειγμα για να γίνει περισσότερο κατανοητό: είναι σαν κάποιος που έχτισε παράνομα ένα σπίτι στο δικό σας οικόπεδο να απαιτεί από εσάς, επειδή εκείνος ξόδεψε 235 εκ. δρχ., να αποποιηθείτε εσείς τους τίτλους ιδιοκτησίας. Η συζήτηση της αίτησης ανάκλησης προσδιορίζεται για τις 15 Νοεμβρίου 1994 και μέχρι τότε, φυσικά, η απόφαση του Μονομελούς παραμένει σε ισχύ.

Ο Πανουσόπουλος εν όψει της συζήτησης της αίτησης ανάκλησης της απόφασης της 10ης Νοεμβρίου 1994 επιστρατεύει το βαρύ πυροβολικό. Ζήτησε και πήρε τις γνωματεύσεις μεγάλων ονομάτων του καλλιτεχνικού χώρου: Κάτια Λεμπέση (εκδότρια ΚΕΔΡΟΣ), Κώστας Κακογιάννης (σκηνοθέτης), Γιάννης Μπακογιαννόπουλος (κριτικός και τότε σύμβουλος Κινηματογραφίας στο Υπ. Πολιτισμού), Κωνσταντίνος Τσουκαλάς (καθηγητής Πανεπιστημίου), Λευτέρης Παπαδόπουλος (στιχουργός).

Ωστόσο, συγκρίνοντας κανείς τις γνωματεύσεις των παραπάνω εύκολα μπορεί να επισημάνει εμφανείς αντιφάσεις, κάτι που μαρτυρά εκ μέρους των συντακτών μάλλον «χείρα βοήθειας» προς τον Πανουσόπουλο παρά εμβριθή τεκμηρίωση.

Η κ. Λεμπέση (και τα δύο σενάρια αφηγούνται μια ιστορία αιμομιξίας) διαψεύδει τον κ. Παπαδόπουλο(δεν υπάρχει μεταξύ τους απολύτως καμία σχέση) και τον κ. Τσουκαλά (τα δύο σενάρια δεν έχουν τίποτα κοινό). Ο κ. Παπαδόπουλος διαψεύδει τον κ. Τσουκαλά: υπάρχουν κοινοί χώροι λέει ο δεύτερος, δεν υπάρχουν λέει ο πρώτος. Ο κ. Κακογιάννης βρίσκει ομοιότητα έστω και αχνή στο θέμα της αιμομιξίας και διαψεύδει τον κ. Μπακογιαννόπουλο που λέει ότι τα δυο σενάρια δεν έχουν καμία σχέση ή ομοιότητα.

Ο κ. Μπακογιαννόπουλος τους διαψεύδει όλους αφού δεν αντιλαμβάνεται «πως θα ήταν δυνατόν ο κ. Γιώτης να φανταστεί ότι οι σεναριογράφοι της «Ελεύθερης Κατάδυσης» αντέγραψαν ή «έκλεψαν» στοιχεία από το δικό του σενάριο». Τέλος ο κ. Τσουκαλάς διαπιστώνει ότι οποιοσδήποτε ισχυρισμός περί ομοιότητας των δύο σεναρίων ελέγχεται προφανέστατα ως παράλογος. 







Πράγματι παράλογα πράγματα. Η προσπάθεια του Πανουσόπουλου να κάνει το άσπρο μαύρο, τη μέρα νύχτα, είναι εμφανής από την επιστράτευση όλων των παραπάνω, πιστεύοντας ότι κάτω από το επικοινωνιακό βάρος των ονομάτων τους θα επισκιαζόταν η ουσία του θέματος που παρέμεινε μια εξαρχής: η καραμπινάτη λογοκλοπή.

Από την πλευρά μου έστειλα και τα δύο σενάρια στον κριτικό κινηματογράφου και συγγραφέα Βασίλη Ραφαηλίδη και του ζήτησα να εκφέρει την άποψή του.

 

 Η ΓΝΩΜΑΤΕΥΣΗ ΡΑΦΑΗΛΙΔΗ

Ο Ραφαηλίδης, μετά από μια μεστή και εμπεριστατωμένη ανάλυση, συμπεραίνει ότι πρόκειται αναμφισβήτητα για λογοκλοπή και ότι το σενάριο του Πανουσόπουλου είναι παραλλαγμένο αντίγραφο του δικού μου και χωρίς το δικό μου θα ήταν αδύνατο να υπάρξει το άλλο με τη μορφή που σήμερα υπάρχει. Ο Ραφαηλίδης εκτιμά ότι ο λόγος που οι αντιγραφείς επιχείρησαν τη λογοκλοπή ήταν όντας βέβαιοι ότι εγώ δεν είχα κατοχυρώσει νομικά την πνευματική μου ιδιοκτησία στην Εθνική Βιβλιοθήκη. (Σημ.: Ιδιαίτερα ευαίσθητος στα ζητήματα πνευματικής ιδιοκτησίας, αρκετά χρόνια αργότερα, ως πρόεδρος της Ένωσης Σεναριογράφων Ελλάδας, δημιουργήσαμε την on line πλατφόρμα κατοχύρωσης έργων διάνοιας μέσα από τον ιστότοπο της ΕΣΕ).




6. ΔΙΚΑΙΩΣΗ

Η συζήτηση της αίτησης ανάκλησης που είχε προσδιοριστεί για τις 15 Νοεμβρίου 1993 στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, μετά από αναβολή, γίνεται τελικά στις 13 Δεκεμβρίου 1994. Στο δικαστήριο για μάρτυρα η πλευρά Πανουσόπουλου φέρνει τον γνωστό δημοσιογράφο Κώστα Γεωργουσόπουλο, εγώ τον φίλο και παλιό συμφοιτητή μου  Γιάννη Κίτη.

Στην αίτηση ανάκλησης που είχε καταθέσει η πλευρά Πανουσόπουλου σημειωτέον  αναφέρεται ως σεναριογράφος –πλην των Βιτάλη, Ζουμπουλάκη, Τομαζάνου- και ο Βασίλης Αλεξάκης.

Περισσότερο ήσυχος, μετά την αρχική υπέρ μου απόφαση, αλλά πάντα με αγωνία για την τελική έκβαση, αναμένω την κρίση του δικαστηρίου.

Μετά από περίπου δύο μήνες, στις 17 Φεβρουαρίου 1995, βγαίνει η υπ. αριθμ. 4087/1995 απόφαση από το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Μετά από εμπεριστατωμένη αιτιολόγηση το δικαστήριο αποδέχεται (ξανά) ότι το σενάριο ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΚΑΤΑΔΥΣΗ αποτελεί σχεδόν πλήρη απομίμηση του σεναρίου ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΥΓΟΥΣΤΟΣ τόσο κατά την κεντρική του ιδέα όσο και κατά την πλοκή του, προσβάλλοντας τα επ΄αυτού δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας, αφού προσβολή της πνευματικής ιδιοκτησίας δεν διαπράττει μόνο εκείνος που απομιμείται το ξένο έργο στην ίδια μορφή που του έδωσε ο δημιουργός αλλά και εκείνος που αλλάζει μερικά από τα στοιχεία αυτού. Κατά συνέπεια έχει συντελεστεί παράνομη και υπαίτια πράξη και συνακόλουθα προσβολή του αποκλειστικού δικαιώματος του Κωνσταντίνου Γιώτη επί του έργου του. Έτσι το δικαστήριο κρίνει ως αβάσιμο το (νέο) ισχυρισμό των αιτουσών (πλευρά Πανουσόπουλου) ότι έχουν επικρατέστερο και άξιο δικαστικής προστασίας δικαίωμα από το δικαίωμα της πνευματικής ιδιοκτησίας του Κων. Γιώτη πάνω στο έργο, αποδέχεται επί της ουσίας την προηγούμενη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και απορρίπτει τις αιτήσεις ανάκλησης και τις πρόσθετες παρεμβάσεις. Ιδού ολόκληρη η απόφαση.









Νιώθω ικανοποιημένος επειδή η Δικαιοσύνη, μένοντας στην ουσία της υπόθεσης, κάνει τη δουλειά της και επιβεβαιώνει την πρωτόδικη απόφασή της. Και όμως...


7. ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΗ

Και όμως. Ο Πανουσόπουλος αγνοεί την απόφαση του δικαστηρίου, θεωρώντας το θέμα ανύπαρκτο και με δελτίο τύπου ανακοινώνει πως ετοιμάζεται να βγάλει την ταινία στις αίθουσες στις 10 Μαρτίου. Παρά τις αποφάσεις και των δύο δικαστηρίων, επιμένει ότι θέμα λογοκλοπής δεν υφίσταται, επικαλούμενος και τις γνωματεύσεις των προαναφερθέντων προσώπων, γνωματεύσεις όμως που δεν έγιναν δεκτές από το δικαστήριο. Επιστρατεύει ξανά το αόριστο και έωλο επιχείρημα πως κάποιοι αδίστακτοι (σαν εμένα) πολεμούν τον ελληνικό κινηματογράφο που υπερασπίζεται αυτός με την τέχνη του. Η Τέχνη γίνεται πάλι το άλλοθι για την παρανομία.



Αξιοσημείωτο είναι πως κάποια δημοσιεύματα συγκεκριμένων δημοσιογράφων αναπαράγουν με ευκολία την άποψη Πανουσόπουλου, χωρίς να μπαίνουν, αν όχι δεοντολογικά, τουλάχιστον από δημοσιογραφικό πειρασμό, να ερευνήσουν τι κρύβεται πίσω από αυτήν την ιστορία, όπου  «ένας άσημος και ατάλαντος δημοσιογράφος», επειδή έτσι του ήρθε ξαφνικά, αποφάσισε να καταγγείλει τον Πανουσόπουλο για λογοκλοπή. 

Και όχι μόνο αυτό αλλά κάποιοι προχωράνε και σε διαστρέβλωση της πραγματικότητας. Όπως κάνει η δημοσιογράφος Βένα Γεωργακοπούλου η οποία στην Ελευθεροτυπία (τέλη Φεβρουαρίου 1995) γράφει ψευδώς ότι «η τελική απόφαση της ελληνικής Δικαιοσύνης ακόμα εκκρεμεί αλλά ο γνωστός σκηνοθέτης κέρδισε αναστολή των ασφαλιστικών μέτρων και βγάζει την ταινία του σε εφτά κεντρικές αίθουσες στις 10 Μαρτίου».



Ένα άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα, από την ίδια δημοσιογράφο, είναι το δημοσίευμα, όπου αναρωτιέται ειρωνικά «μα έχει κοπυράιτ ο αιμομικτικός έρωτας και δεν το ξέραμε; Λίγο να κάτσουμε να σκεφτούμε, σωρός ταινιών με ανάλογα στόρυ θα ξεπηδήσει από το κεφάλι μας».

Της έστειλα, τότε, την παρακάτω απάντηση, που ουδέποτε δημοσίευσε…

«Κυρία Γεωργακοπούλου,

Βεβαίως και δεν έχει κοπυράιτ ο αιμομικτικός έρωτας, διαφορετικά θα έπρεπε όλοι να πληρώνουμε πνευματικά δικαιώματα στον Σοφοκλή. Όμως κοπυράιτ έχει το συγκεκριμένο δικό μου σενάριο ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΥΓΟΥΣΤΟΣ, το οποίο αναφέρεται (με 25 λέξεις όπως λένε στο Χόλυγουντ)σ΄ένα δύτη που επιστρέφει μετά από χρόνια στην ιδιαίτερη πατρίδα του και αναβιώνει ο παιδικός του έρωτας στο πρόσωπο της ξαδέλφης του, σενάριο που γίνεται από τον Πανουσόπουλο ταινία με θέμα (πάλι με 25 λέξεις) έναν δύτη που επιστρέφει μετά από χρόνια στην ιδιαίτερη πατρίδα του και αναβιώνει ο παιδικός του έρωτας στο πρόσωπο της ετεροθαλούς αδελφής του! Ιδιαίτερα όταν αυτό το σενάριο τους το έχω δώσει ολοκληρωμένο πριν «εμπνευσθούν» το δικό τους.

Αυτά προς αποκατάσταση της αλήθειας

Φιλικά

Ντίνος Γιώτης

Στο μεταξύ, εν μέσω αντεγκλήσεων, ανακοινώνονται τα Κρατικά Κινηματογραφικά Βραβεία 1994, συνοδευόμενα από χρηματικά έπαθλα. Η ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΚΑΤΑΔΥΣΗ, μετά από γνωμάτευση του νομικής υπηρεσίας του Υπουργείου Πολιτισμού συμμετέχει στα βραβεία και κερδίζει πέντε από αυτά. Σημειωτέον ότι στην Επιτροπή βράβευσης μετέχει και ένας εκ των μαρτύρων του κ. Πανουσόπουλου, ο κ. Μπακογιαννόπουλος. Ο φιλικός τύπος του Πανουσόπουλου αξιοποιεί τη βράβευση για «ξέπλυμα» της αποδεδειγμένης και με δικαστική απόφαση παρανομίας.


Ο Πανουσόπουλος βρίσκει την ευκαιρία να «κλαφτεί» - «Τι να τα κάνω τα βραβεία» (αν και το βραβείο ποιότητας που μοιράστηκε με το ΤΕΛΟΣ ΕΠΟΧΗΣ, συνοδευόταν από 6 εκατομμύρια δραχμές)- για την κινηματογραφική δημιουργία που φυλακίζεται από έναν αδίστακτο κ.λ.π. Ταυτόχρονα πάλι ψευδώς ισχυρίζεται ότι τον εκβιάζω και ότι δέχεται να κάνει συμβιβασμό «γιατί είναι αμαρτία να πάνε χαμένοι οι κόποι τόσων ανθρώπων».



Στην πραγματικότητα συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Βάζει λυτούς και δεμένους για να πεισθώ «να τα βρούμε» προκειμένου η ταινία να βγει στις αίθουσες. Διαφορετικά γνωρίζει πολύ καλά ότι θα έχει να κάνει με τους συγχρηματοδότες του που βλέπουν την επένδυσή τους να κινδυνεύει να μείνει στο ράφι και τα λεφτά τους να χάνονται.

Μια από αυτές τις διαμεσολαβήσεις γίνεται από τον τότε αντιπρόεδρο του ΕΚΚ Μάνο Ευστρατιάδη, ο οποίος προτείνει ως αμοιβή το καθιερωμένο 3% επί του προϋπολογισμού της ταινίας (ποσό που δεν μπορούσε ωστόσο να υπερβαίνει τα 6 εκ. δρχ. όπως μου είπε) που δέχεται να καταβάλλει ο κ. Πανουσόπουλος μαζί με την αναγραφή στους τίτλους της φράσης ότι το σενάριο βασίζεται σε μια ιστορία του Ντίνου Γιώτη.

Στην "αφελή" ερώτησή μου προς τον αντιπρόεδρο του ΕΚΚ, γιατί όλα αυτά δεν τα πρότειναν εξαρχής αλλά έκαναν πως δεν με γνώριζαν, φυσικά δεν πήρα καμία απάντηση.

Συνέταξα μια επιστολή και την έστειλα στον Τύπο.

1.3.1995

«Με αφορμή τα δημοσιεύματα του τύπου για την ταινία του Γιώργου Πανουσόπουλου ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΚΑΤΑΔΥΣΗ η οποία στηρίζεται σε δικό μου σενάριο και για τις κατηγορίες του σκηνοθέτη εις βάρος μου για οικονομικό εκβιασμό, έχω να διευκρινίσω τα ακόλουθα:

1. 1.Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί ο κ. Πανουσόπουλος μπλέκει την Τέχνη με την τέχνη της λογοκλοπής. Το πρόβλημα της ΕΛΕΥΘΕΡΗΣ ΚΑΤΑΔΥΣΗΣ είναι πρόβλημα Δικαιοσύνης και όχι Τέχνης, όπως προσπαθεί να το παρουσιάσει. Ο κ. Πανουσόπουλος με δηλώσεις του, εμμέσως περιφρονεί τη Δικαιοσύνη, αφού θεωρεί τις αποφάσεις της ως μέσο εκβιασμού.

2. 1. Ποτέ δεν σκέφθηκα να εμποδίσω την ταινία του κ. Πανουσόπουλου να προβληθεί στις αίθουσες. Δεν σκοπεύω όμως να παραιτηθώ από τα πνευματικά μου δικαιώματα που αναγνωρίστηκαν δύο φορές μέχρι τώρα από τα δικαστήρια. Οι αποφάσεις αυτές αποτελούν δεδικασμένο με ουσιαστική σημασία για την εφαρμογή του ν.2121/93 περί Πνευματικής Ιδιοκτησίας, σ΄ένα χώρο που θυμίζει ξέφραγο αμπέλι.

3. 3.Από την πρώτη στιγμή, όταν διαπίστωσα ότι το σενάριό μου εκλάπη, προσπάθησα κατ΄επανάληψη, χωρίς ένδικα μέσα, να κατοχυρώσω τα δικαιώματά μου, χωρίς πρόθεση να βλάψω την ταινία. Ο κ. Πανουσόπουλος όχι μόνο με αγνόησε επιδεικτικά αλλά με απείλησε μέσω του τύπου ότι θα με στείλει στο νοσοκομείο με σπασμένα χέρια και πόδια.

4. 4.Ψεύδεται ο κ. Πανουσόπουλος όταν λέει ότι είναι διατεθειμένος να κάνει συμβιβασμό αλλά όχι να υποκύψει σε εκβιασμό. Αφού απείλησε με τρόπο που δεν ταιριάζει σε πνευματικό δημιουργό, έρχεται τώρα να προτείνει μεγαλόψυχα κάτι που αν ήταν έντιμος θα το είχε κάνει από την αρχή, όταν το μόνο που ζητούσα ήταν η αναγνώριση της δουλειάς μου.

5. 5.Γνώριζα εξαρχής ότι θα βρεθώ στη δίνη της αναμέτρησης με οργανωμένα κυκλώματα που εναλλάσσουν θέσεις και ρόλους, αλληλοϋποστηρίζονται, απειλούν, εκβιάζουν και πνίγουν κάθε προσπάθεια έξω από αυτά. Είδα την ευκολία με την οποία πνευματικοί άνθρωποι καταθέτουν φιλικές γνωματεύσεις αλληλοεξυπηρέτησης που βεβαίωναν ότι δεν έγινε κλοπή, τη στιγμή που το δικαστήριο είχε στα χέρια του τις αποδείξεις/τεκμήρια της.

6. 6.Έστω και αυτήν τη στιγμή ο κ. Πανουσόπουλος έχει τη δυνατότητα να σεβαστεί τους νόμους και τις αποφάσεις των δικαστηρίων. Ας πάψει να παρουσιάζεται από θύτης ως θύμα και ας κάνει έστω τώρα, αυτό που έπρεπε να κάνει από την αρχή. 

Και με την 2η απόφαση του δικαστηρίου υπέρ μου ένιωσα -μετά από ένα περίπου χρόνο γεμάτο ένταση και αγωνία, ψέματα και διαστρεβλώσεις, απειλές και βρισιές- ικανοποίηση και δικαίωση. Μαζί μου και οι λιγοστοί φίλοι, όπως ο δημοσιογράφος Νίκος Λακόπουλος, που μου συμπαραστάθηκαν από την πρώτη στιγμή σε αυτόν τον άνισο αλλά δίκαιο αγώνα. Κατάλαβα ότι τα πράγματα άλλαξαν, όταν από την επόμενη μέρα άρχισε να χτυπά το τηλέφωνο. Το κατέβασα προκειμένου να αποφορτιστώ από την πίεση και να σταθμίσω ανεπηρέαστος τη νέα συνθήκη.

Όταν άρχισα ξανά να απαντώ στα τηλεφωνήματα διαπίστωσα ότι στο μεταξύ είχα αποκτήσει πολλούς νέους «φίλους». Διάφοροι παράγοντες του χώρου, γνωστοί μου και μη ξαφνικά με θυμήθηκαν, δείχνοντας  ενδιαφέρον για την υπόθεση και με «γλυκόλογα» προσπαθούσαν να με πείσουν να τα βρούμε με τον Πανουσόπουλο "για το καλό του κινηματογράφου". 



8. Ο ΣΥΜΒΙΒΑΣΜΟΣ

Νιώθω δικαιωμένος αλλά και εξαντλημένος. Οι δικηγόροι μου λένε ότι είναι πια δικό μου θέμα τι θα αποφασίσω για τη συνέχεια, αλλά ταυτόχρονα προσθέτουν με νόημα ότι έχω πετύχει πια το στόχο μου. Βεβαίως εκκρεμούν η αγωγή που κατέθεσα, της οποίας η δικάσιμος ορίστηκε για τις 29 Σεπτεμβρίου 1995, πέντε μήνες αργότερα και φυσικά η μήνυση για την εξύβριση και τις απειλές.

Ένα βράδυ, μετά τα μεσάνυχτα, με πήρε τηλέφωνο ένας γνωστός  κριτικός κινηματογράφου τότε και στέλεχος του κινηματογράφου σήμερα, για να με συμβουλέψει «φιλικά» ότι, αφού είχα κερδίσει τα δικαστήρια, δεν άξιζε πλέον να συνεχίσω την εναντίωσή μου. Μου έκανε εντύπωση το γεγονός ότι αν και γνωριζόμασταν από παλιά, ήταν η πρώτη φορά που μου τηλεφωνούσε, οπότε συμπέρανα ότι τα πράγματα ήταν δύσκολα για αυτούς.

Ένιωσα την έντονη επιθυμία να τα παρατήσω όλα και να εξαφανιστώ. Να ψάχνουν και να μην με βρίσκουν. Να νιώσουν και αυτοί λίγη από την αγωνία του αδύναμου ανθρώπου που παλεύει για το δίκιο του. Ήξερα από την αρχή ότι στην περίπτωση που δεν δικαιωνόμουν θα έπεφταν όλοι πάνω μου και θα με κατασπάραζαν, επειδή τόλμησα να αμφισβητήσω την εξουσία τους. Ωστόσο βαθιά μέσα μου ήξερα ότι θα δικαιωθώ επειδή έλεγα την αλήθεια και μόνο την αλήθεια. Αυτό με όπλισε με θάρρος και δύναμη για να προχωράω σταθερά και αταλάντευτα για όλο αυτό το μεγάλο διάστημα. Ωστόσο, η ψυχολογική μου κούραση και το τεράστιο οικονομικό βάρος, λόγω των δικαστικών εξόδων, με έκαναν να βάλω ένα τέλος.

Οι δικηγόροι των δύο πλευρών συνέταξαν ένα πρακτικό με τους όρους του συμβιβασμού. Αν και οι αποφάσεις των δύο δικαστηρίων έλεγαν σαφώς ότι το σενάριο ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΚΑΤΑΔΥΣΗ αποτελεί σχεδόν πλήρη απομίμηση του δικού μου σεναρίου τόσο κατά την κεντρική του ιδέα όσο και κατά την πλοκή του, δέχθηκα να μπει στα credits της ταινίας η διατύπωση: «Με τις υπ΄αριθ. 18607 και 4087/95 αποφάσεις του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων) κρίθηκε ότι το σενάριο της ταινίας που ακολουθεί παρουσιάζει ομοιότητες με το σενάριο του Ντίνου Γιώτη με τίτλο ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΥΓΟΥΣΤΟΣ» (όρος 3 συμφωνητικού).

 Ακόμα, δέχθηκα να παραιτηθώ από την αγωγή που είχα καταθέσει όχι όμως και από την μήνυση (όρος 8). Η αποζημίωση  που θα μου καταβαλλόταν συμφωνήθηκε στο ποσό των 10 εκ. δρχ. (όρος 6). Τέλος στο συμφωνητικό μπήκε ένας ακροτελεύτιος όρος (όρος 9) σύμφωνα με τον οποίο σε περίπτωση που δεν τηρούνταν οι παραπάνω όροι (3 και 6), θα έχω το δικαίωμα να ανακαλέσω την χορηγηθείσα άδεια προβολής της ταινίας και ότι κάθε περαιτέρω προβολή της αποτελεί προσβολή του πνευματικού μου δικαιώματος.









 Σ Στο μεταξύ, σύμφωνα με τον υπ. αριθ. 5 όρο του συμφωνητικού,   έλαβα τις σχεδόν πανομοιότυπες επιστολές των κ.κ. Λείας ΒιτάληΜανίνας Ζουμπουλάκη και Δέσποινας Τομαζάνου χωρίς φυσικά να λένε το παραμικρό πάνω σε ποιο αρχικό σενάριο δούλεψαν. Όχι όμως και επιστολή του Βασίλη Αλεξάκη, του οποίου η συμμετοχή του συνίσταται πλέον, κατά τον κ. Πανουσόπουλο, μόνο στην επιμέλεια των διαλόγων. Τι συνέβη τελικά με τον κ. Αλεξάκη; Αρχικά το όνομά του δεν υπάρχει στους συνσεναριογράφους και ούτε εμφανίζεται στην αίτηση ανάκλησης, στη συνέχεια δηλώνεται ως συνσεναριογράφος  και στο τέλος εμφανίζεται ως ένας απλός επιμελητής διαλόγων. Θα παραμείνει ένα αναπάντητο ερώτημα.





Πριν ακόμα στεγνώσει το μελάνι της υπογραφής του στο συμφωνητικό ο  Πανουσόπουλος αποδεικνύει ότι ούτε μια συμφωνία κυρίων δεν μπορούσε να σεβαστεί. Στην προβολή  στις αίθουσες, στην αρχή της ταινίας, σε καρέ που εμφανώς δεν είναι ενσωματωμένα στο κυρίως φιλμ, περνάει με μεγάλη ταχύτητα η συμφωνηθείσα διατύπωση για τα credits (όρος 3 του πρακτικού):

« Mε τις υπ΄αριθ. 186071/94 και 40871/95 αποφάσεις του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων) κρίθηκε ότι το σενάριο της ταινίας που ακολουθεί παρουσιάζει ομοιότητες με το σενάριο του ΝΤΙΝΟΥ ΓΙΩΤΗ» ακολουθούμενη με την εξής αυθαίρετη και προσβλητική φράση «για να μπορέσετε να παρακολουθήσετε την ταινία το δικαστήρια αποφάσισαν να δώσω 10 εκ. δρχ. λύτρα στον κ. Γιώτη».

«Το έγραψα στην αμόρσα για να τον καταγγείλω και να τον ξεφτιλίσω που πήρε και λεφτά» ομολογεί στο βιβλίο- αφιέρωμα που εξέδωσε η Εταιρεία Ελλήνων Σκηνοθετών για τον Πανουσόπουλο, μερικά χρόνια αργότερα ο ίδιος. 

Και εγώ που νόμιζα, αφελώς, ότι το θέμα είχε κλείσει με την υπογραφή του συμφωνητικού, αναγκάζομαι να στείλω νέα επιστολή στον τύπο. 


9. ΓΑΝΤΙΑ

Μετά την ήττα τους και για να διασκεδάσουν τις αρνητικές εντυπώσεις οι αντίδικοι άρχισαν να μου πετάνε…γάντια με επιστολές τους στον Τύπο. «Ο Πανουσόπουλος πετάει το γάντι στον Γιώτη» «Ο Τσεμπερόπουλος πετάει το γάντι στον Γιώτη»

Σπεύδουν μάλιστα να δώσουν συνέντευξη τύπου στην Εταιρεία Ελλήνων Σκηνοθετών. Αντί ο κ. Πανουσόπουλος  να σεβαστεί τις δικαστικές αποφάσεις και να τιμήσει την υπογραφή του στο πρακτικό που υπέγραψε, αντί να αναγνωρίσουν με γενναιότητα την λογοκλοπή που διέπραξαν, εξακολουθούν με υπεροπτικό ύφος να ψεύδονται και να διαστρεβλώνουν την πραγματικότητα. Τα βάζουν με τον κάθε επιτήδειο που εκβιάζει (δηλαδή εμένα) και τους  δικαστές «που δεν ξέρουν πως γίνονται σήμερα οι ταινίες στην Ελλάδα!». Λες και το θέμα ήταν αυτό και όχι η κλοπή του σεναρίου μου!


Και από κοντά να σιγοντάρει η δημοσιογράφος Βένα Γεωργακοπούλου.




Με όση ψυχραιμία μου απέμεινε, δηλώνω τα εξής στο τύπο:

1.  Δεν εκβίασα κανένα. Έδωσα το σενάριο μου στον κ. Τσεμπερόπουλο, προσπάθησα, ανεπιτυχώς, να επικοινωνήσω με τον κ. Πανουσόπουλο, όταν διαπίστωσα την λογοκλοπή, του έστειλα εξώδικο όταν με αγνόησε και τέλος κατέφυγα στα δικαστήρια.

2. Τα δικαστήρια με δικαίωσαν δις. Με την υπέρ μου απόφαση θα μπορούσα να σταματήσω την ταινία και να μην παιχτεί ποτέ αυτή στους κινηματογράφους. Θα μπορούσα ακόμα να ζητήσω μεγαλύτερη αποζημίωση, πολύ υψηλότερη από αυτή που αντιστοιχεί στην αμοιβή μου και στα δικαστικά μου έξοδα. Η ταινία όμως ήταν του Πανουσόπουλου, δικό μου ήταν το σενάριο πάνω στο οποίο γυρίστηκε. Αυτό ήθελα να αναγνωριστεί και αυτό αναγνωρίστηκε από τα δικαστήρια. Για αυτό και υπέγραψα το συμφωνητικό συμβιβασμού.

3.  Ειναι τ-ε-ρ-ά-σ-τ-ι-ο ψέμα αυτό που λέει ο κ.Πανουσόπουλος ότι δηλαδή αναγκάστηκε να δεχθεί τον όρο να μη συζητηθεί η αγωγή μου. Αντιθέτως εκείνος το απαίτησε, όπως προκύπτει ξεκάθαρα από την ανάγνωση του πρακτικού, όρος 8: « ο Κ. Γιώτης αναλαμβάνει δια του παρόντος την υποχρέωση όπως παραιτηθεί από το δικόγραφο της από 10.3.1995(αριθ. καταθ. 2812/95) αγωγής του ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, δικάσιμος για τη συζήτηση της οποίας έχει ορισθεί η 28.9.95 (αριθ. πιν. Η1-36)». Επιφυλάσσομαι δε για την άσκηση όλων των δικαιωμάτων μου από τα οποία παραιτήθηκα. Αν όλα όσα υποστηρίζουν στις στημένες συνεντεύξεις τους είναι αληθινά, άραγε τι τους εμποδίζει να καταφύγουν στην Δικαιοσύνη, αντί να δίνουν παραπλανητικές συνεντεύξεις; Ο κ. Πανουσόπουλος δεν ήταν εκείνος που τον Αύγουστο 1994 έλεγε πως θα μου κάνει μήνυση για συκοφαντική δυσφήμηση; Τι τον εμπόδισε;

4.  Επειδή ακόμα παραβιάστηκε κατάφωρα ο όρος 3 του πρακτικού συμβιβασμού, σχετικά με τα credits στους τίτλους της ταινίας, επιφυλάσσομαι για την άσκηση όλων των δικαιωμάτων μου που απορρέουν από τον όρο 9 του ίδιου πρακτικού.

5.  Ζητάει παραπλανητικά ο κ. Τσεμπερόπουλος να του επιτρέψω να δώσει τα δύο σενάρια σε επώνυμους επαγγελματίες για να αποφανθούν για την λογοκλοπή. Μα ποιος τον εμποδίζει να το κάνει; Μήπως το ίδιο δεν έκανε όταν τα έδινε στους κ.κ. Γεωργουσόπουλο, Κακογιάννη, Λεμπέση, Μπακογιαννόπουλο, Τσουκαλά, Παπαδόπουλο. Εγώ τον εμποδίζω; Δεν έχω τέτοια δικαιοδοσία. Και γιατί μόνο τα σενάρια και όχι και τις δικαστικές αποφάσεις με ολόκληρο το σκεπτικό; Ιδού η Ρόδος ιδού και το πήδημα!


Φαίνεται πως οι συγκεκριμένες αποφάσεις των δικαστηρίων δεν καταπίνονται εύκολα. Εννιά χρόνια αργότερα (2004), στο βιβλίο ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΝΟΥΣΟΠΟΥΛΟΣ, που εκδίδει η Εταιρεία Ελλήνων Σκηνοθετών, με την χορηγία του Υπουργείου Πολιτισμού και του ΙΟΜ, ο Πανουσόπουλος επιδίδεται σε ένα ακατάσχετο υβρεολόγιο κατά πάντων, προσπαθώντας να ξεπλύνει τη ρετσινιά του λογοκλόπου. Και φυσικά συνεχίζει να με βρίζει αποκαλώντας με ανθρωπάκο και ηλίθιο. 

Καταφέρεται κατά των δικαστών με χυδαίο τρόπο («σκατά στον τάφο του αν έχει πεθάνει ή αν ζει στα μούτρα του»), ανακαλύπτει συνωμοσίες ΠΑΣΟΚ («ποιος τον έσπρωξε αυτόν τον άνθρωπο, ποιος μου την έστησε όλη αυτή τη δουλειά; Πιστεύω ότι κάπου ήταν στημένη η δουλειά»), αλλά επίσης αναρωτιέται μήπως η αιτία να ήταν και η βλακεία! («να μην υπάρχει δόλος αλλά μόνο μια σειρά από ηλίθιους ανθρώπους που βρέθηκαν μπροστά μου»). 

Και φυσικά συνεχίζει να διαστρεβλώνει τα γεγονότα.

Λέει: «Ο δικαστής δε με κάλεσε ποτέ να με ρωτήσει το παραμικρό για την υπόθεση. Ξέρεις τι είναι να μη σε καλέσει ποτέ ο δικαστής, να μη δει ποτέ το πρόσωπό μου;…»

Μια στάση εδώ. Φυσικά και τον κάλεσε ο δικαστής, αφού η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων που κατέθεσα στρεφόταν κατά του ίδιου και των εμφανιζόμενων συνσεναριογράφων Λείας Βιτάλη, Δέσποινας Τομαζάνου, Μανίνας Ζουμπουλάκη.

Η αλήθεια είναι ότι ο Πανουσόπουλος επέλεξε ο ίδιος να μην εμφανιστεί στο πρώτο δικαστήριο και να εκπροσωπηθεί  από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του κ. Αριστοτέλη Δαμασκηνό. Γιατί δεν προσήλθε τότε, ο ίδιος να κοιτάξει το δικαστή στα μάτια, όπως υποκριτικά δηλώνει ότι ήθελε να κάνει και τάχα δεν τον καλούσαν;   

Και αν υποθέσουμε ότι έχασε την ευκαιρία την πρώτη φορά, γιατί δεν προσήλθε στο δεύτερο δικαστήριο, όπου μάλιστα ο ίδιος είναι ο αιτών που στρέφεται κατά εμού, για να κοιτάξει το δικαστή στα μάτια και να λάμψει η αλήθεια; Τι τον εμπόδισε πάλι; 

Μήπως στην πραγματικότητα δεν ήθελε να πάει; Ο ίδιος δίνει  την απάντηση, δηλώνοντας στην εφημερίδα Απογευματινή, στις 4/8/94.  «Όχι μόνο δεν θα πάω στο δικαστήριο, αλλά θα του κάνω και μήνυση για συκοφαντική δυσφήμηση». Δεν έκανε τίποτε. 

Ισχυρίζεται, ακόμα, ότι αναγκάσθηκε να μην πάει σε δίκη (εννοεί την αγωγή αποζημίωσης που είχα υποβάλει ), υπαινισσόμενος ότι σε μια τέτοια δίκη θα δικαιωνόταν! Τεράστιο και παραπλανητικό ψέμα. Ακριβώς το αντίθετο συνέβη. Χάριν του συμβιβασμού ήμουν εγώ και όχι εκείνος που παραιτήθηκε από την άσκηση της αγωγής (όπως προκύπτει από μια απλή ανάγνωση του πρακτικού συμβιβασμού, όρος αριθ. 8 )που είχα ήδη καταθέσει και θα εκδικαζόταν τον Σεπτέμβριο 1995 με έκβαση, κατά πάσα πιθανότητα, επιβαρυντική για τον ίδιο.  




Γιατί τόση εμπάθεια λοιπόν; Γιατί τόσα ψέματα  και μάλιστα οφθαλμοφανέστατα; Λέγεται ότι εάν δεν παραδεχθείς στην αρχή το πρώτο σου ψέμα, τότε γρήγορα εγκλωβίζεσαι σε ένα σπιράλ διαδοχικών ψεμάτων που σε οδηγούν σε αδιέξοδο. Επειδή "το μεν αληθές εν, το δε ψεύδος πολυσχιδές".


10.ΑΔΥΝΑΤΟΝ Τ’ ΑΛΗΘΕΣ ΛΑΘΕΙΝ

Στη διάρκεια του ενός χρόνου και κάτι που κράτησε η δικαστική διαμάχη, ο κινηματογραφικός χώρος -αν εξαιρέσει κανείς τους μεροληπτικούς- επιφυλακτικά στην αρχή, ξεκάθαρα στη συνέχεια, πείθεται ότι όλα όσα υποστηρίζω δεν είναι αποκυήματα της φαντασίας μου αλλά αληθινά γεγονότα (αυτό εξάλλου επιβεβαίωσαν και τα δικαστήρια με τις αποφάσεις τους) και ότι οι Τσεμπερόπουλος/ Πανουσόπουλος πράγματι έκλεψαν το σενάριό μου.

Σε όλο το διάστημα που διήρκησε η διαμάχη είχα την ευκαιρία να δω από κοντά την «τέχνη» με την οποία επώνυμοι της Τέχνης κλέβουν -χωρίς αιδώ- ξένα έργα. Είχα να αντιμετωπίσω την αλαζονεία και την θρασύτητα με την οποία εκστομίζουν βρισιές και απειλές. Να νιώσω την αδιαμφισβήτητη για αυτούς εξουσία που τους έκανε να αλλάζουν κατά περίπτωση με ευκολία τα επιχειρήματά τους. Έτσι ενώ στην αρχή δεν με ήξεραν, μετά θυμήθηκαν ότι τους είχα δώσει ένα σενάριο άσχετο όμως με το δικό τους, στη συνέχεια για να δικαιολογήσουν την ομοιότητα είπαν ότι είναι σύμπτωση και όταν όλα αυτά κατέπεσαν στο δικαστήριο  επικαλέστηκαν ως επικρατέστερο το δικαίωμα που προέκυπτε από τη χρηματοδότηση της ταινίας έναντι του δικού μου δικαιώματος της πνευματικής ιδιοκτησίας. Τέλος όταν και αυτό απορρίφθηκε από το δικαστήριο, αθέτησαν τις υπογραφές τους και ξεκίνησαν να διαστρεβλώνουν τα γεγονότα, αναποδογυρίζοντας την πραγματικότητα.

Είχα ακόμα την ευκαιρία να διαπιστώσω την ευκολία με την οποία πνευματικοί άνθρωποι υπογράφουν φιλικές, πλην όμως αντιφατικές, μεταξύ τους  γνωματεύσεις με τις οποίες βεβαιώνουν ότι δεν έγινε καμία κλοπή, τη στιγμή που το δικαστήριο είχε στα χέρια του τις αποδείξεις. Τέλος, να βρεθώ στη δίνη της αναμέτρησης με οργανωμένα κυκλώματα που εναλλάσσουν θέσεις και ρόλους και αλληλοϋποστηρίζονται απειλώντας και πνίγοντας κάθε προσπάθεια που πάει να γίνει έξω και πέρα από αυτούς (:αυτοί είναι οι άριστοι, οι άλλοι ασήμαντα ανθρωπάκια).

Σήμερα, με την παγκόσμια δικτύωση των πληροφοριών μπορεί σχετικά εύκολα κάποιος  να γίνει ένας μοντέρνος ηλεκτρονικός κλέφτης. Αντιθέτως τότε η κλοπή ενός πρωτότυπου σεναρίου, κατατιθεμένου μάλιστα στην Εθνική Βιβλιοθήκη, θύμιζε παραδοσιακό ριφιφί την τρύπα του οποίου άφησε ο δράστης πίσω του, μπορούσε να δει και ο πλέον αδαής, πόσο μάλλον ένας δικαστής.

Η «Ελεύθερη Κατάδυση» μετά και την προβολή της στις αίθουσες καταδύθηκε στο κινηματογραφικό παρελθόν και πήρε τη θέση που της ανήκε στην ιστορία. Όμως η μικρότητα και η αλαζονεία ανθρώπων που, κατά τα άλλα, θα έπρεπε, μέσω της τέχνης τους, να ποιούν ήθος και να προάγουν τον πολιτισμό, αναδύθηκαν στην επιφάνεια της νεοελληνικής κινηματογραφικής πραγματικότητας.

Οι νέοι άνθρωποι που ονειρεύονται να κάνουν κινηματογράφο βλέπουν τις περισσότερες φορές τα όνειρά τους να συνθλίβονται ανάμεσα στις μυλόπετρες ενός συστήματος που προωθεί με θολές διαδικασίες και ιδιοτελή κριτήρια όσους έχουν «άκρες» και ενός κράτους που χρηματοδοτεί είτε έργα αμφιβόλου αισθητικής και ποιότητας (κατά κανόνα στην τηλεόραση) που απευθύνονται στα πιο χαμηλά ένστικτα των θεατών, είτε έργα μιας δήθεν πρωτοπορίας που δεν αφορούν κανέναν. Όλα σχεδόν αυτά έχουν ημερομηνία λήξης και μόνο τα έργα μιας αληθινής τέχνης μπορούν να βρουν τη διαχρονική τους θέση σε αυτό που αποκαλούμε «Πολιτισμό». Ωστόσο ακόμα και αυτή η παρηγορητική προοπτική δεν είναι δεδομένη για κάθε αληθινό δημιουργό και κάθε αληθινό έργο τέχνης. 

Όλα έρχονται και παρέρχονται και αν προέκυψε κάτι το πρακτικά ωφέλιμο από όλη αυτήν την ιστορία είναι ότι από τότε οι κανόνες του παιγνιδιού στο χώρο της πνευματικής ιδιοκτησίας έγιναν πιο ευδιάκριτοι. Δεν θα ξεχάσω τα  τηλεφωνήματα που άρχισα να δέχομαι, μετά την δικαίωσή μου, από διάφορους «παθόντες», οι οποίοι ήθελαν να τους συμβουλέψω τι θα έπρεπε να κάνουν. Φυσικά, δεν ήμουν δικηγόρος για να παράσχω νομικές συμβουλές και το μόνο που τους συνιστούσα ήταν, εφόσον υπήρξαν θύματα λογοκλοπής, να προσφύγουν στην Δικαιοσύνη, προσκομίζοντας όλα τα αποδεικτικά στοιχεία.

Η δικαίωσή μου από τα δικαστήρια είναι η πρώτη εφαρμογή του νόμου 2121 (νόμος Μελίνας), κάτι που διδασκόταν στην Νομική Θράκης από τον καθηγητή κ. ΜαρίνοΉξερα ότι ο επόμενος λογοκλόπος που θα πάει να απλώσει χέρι σε έργο που δεν του ανήκει, τουλάχιστον θα το σκεφτόταν καλά πριν το κάνει. Ήξερα ότι κάθε νέος δημιουργός είναι βέβαιο ότι εφεξής θα ένιωθε περισσότερο ασφαλής με την προστασία του πνευματικού του έργου. Σιγά, θα  μου πείτε. Έσταξε η ουρά του γαϊδάρου.  Ο κόσμος δεν αλλάζει.  Και θα σας απαντήσω ότι έχετε δίκιο. Δεν αλλάζει από μόνος του.

 Από όλη αυτήν την δικαστική και όχι μόνο περιπέτεια, βγήκα δικαιωμένος και ακέραιος. Έμαθα ότι αξίζει να παλεύεις για το δίκιο σου. Έμαθα ότι δεν πρέπει να τα παρατάς. Και τέλος έμαθαν όλοι, ακόμα και οι πιο δύσπιστοι, την αλήθεια από την οποία κανένας δεν μπορεί να ξεφύγει, επειδή αδύνατον τ΄αληθές λαθείν.

ΝΤΙΝΟΣ ΓΙΩΤΗΣ

 

Υ.Γ (1). Αγαπητέ αναγνώστη σ΄ευχαριστώ που έφτασες την ανάγνωση μέχρι εδώ. Δεν ξέρω κατά πόσο κατάφερα να σε φωτίσω, μέσα από την εξιστόρηση γεγονότων που συνέβησαν πριν από τριάντα χρόνια, αλλά είχαν και έχουν άμεση σχέση με την κατάσταση των (κινηματογραφικών) πραγμάτων στη χώρα μας.

Υ.Γ. (2). Αγαπητέ (κινηματογραφικέ) ιστορικέ του μέλλοντος, ελπίζω να σου χρησίμευσαν σε κάτι όλα αυτά, φυσικά εάν και εφόσον βρήκες κάποιο ενδιαφέρον στην ιστορία μιας λογοκλοπής.

 






Σχόλια