ΣΤΗΝ ΚΑΨΑ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ

 


"Ο ήλιος έχει ανέβει ψηλά κι εμείς είμαστε γυμνοί, από ώρα ξαπλωμένοι πάνω στην ξανθιά άμμο. Είχαμε ξεκινήσαμε να περπατάμε από νωρίς το πρωί, θέλοντας να διασχίσουμε εγκάρσια το νησί, και από τον αυχένα του βουνού διακρίναμε χαμηλά τη μικρή αμμουδιά να κείται στην άκρη του κόλπου κι ένα μικρό κτίσμα –εξώσπιτο ή ναΐσκος, δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε από εκεί που βρισκόμασταν τι ήταν– να ορθώνεται στην άκρη του ενός από τους δύο πετρώδεις κάβους που περιέκλειαν τον κόλπο. Αποφασίσαμε να αλλάξουμε πορεία και να κατέβουμε σε εκείνο το μέρος που σιωπηρά μας καλούσε. Πήραμε ένα μονοπάτι που μόλις διακρινόταν ανάμεσα στο πετρώδες έδαφος και πολύ γρήγορα βρεθήκαμε να περπατάμε σε ένα κακοτράχαλο τοπίο, ανάμεσα σε σχίνα, κουμαριές και αστοιβές που τα αγκάθια τους κέντριζαν τα γυμνά μας πόδια. Κάποια στιγμή έσκυψες, έκοψες ένα μικρό κίτρινο λουλουδάκι από μια πικραλίδα που φύτρωνε ανάμεσα σε ασπριδερές πέτρες και μου το χάρισες. Πήραμε μισγάγγεια πορεία κι έπειτα από περίπου μία ώρα χωθήκαμε σε μια ξερή ρεματιά που έδειχνε να οδηγεί στην παραλία, βαδίζοντας πάνω σε κροκάλες που μαρτυρούσαν με τα σημάδια που είχαν πάνω τους ότι τον χειμώνα εκεί κατέβαζε νερό.

Εκατέρωθεν της κοίτης υψώνονταν κατά τόπους γέρικες μαραμένες συκιές με μισοφαγωμένους από τα πουλιά τους ελάχιστους καρπούς που επέμεναν να βγάζουν σε αυτήν την ξερή γη. Βγήκαμε από τη ρεματιά και πήραμε να περπατάμε στο ίσιωμα ανάμεσα σε αρμυρίκια, μερικά από τα οποία είχαν κορμούς με πάχος όσο κι ένα μέτρο και ύψος ίσαμε τρία μέτρα.

Φτάσαμε στην αμμουδιά που είχαμε αντικρίσει σχεδόν δύο ώρες νωρίτερα, από σχεδόν τριακόσια μέτρα ψηλότερα. Ακουμπήσαμε τα σακίδιά μας σε ένα σημείο ενός μεγάλου κατακόρυφου βράχου που έκανε σκιά, πετάξαμε τα ρούχα μας με γρήγορες και συντονισμένες κινήσεις και βουτήξαμε στη θάλασσα. Η ανακούφιση που πρόσφερε το δροσερό νερό στα καταπονημένα από την πεζοπορία κορμιά μας μάς έκανε να βγάζουμε χαρούμενες κραυγές, σαν διψασμένα ζώα που ανακάλυψαν κάποιον νερόλακκο στη μέση της σαβάνας. Ακουμπώ τα χείλη  μου στην κοιλιά σου και μαζεύω με τη γλώσσα μου το αλάτι που έχει συγκεντρωθεί στη μικρή φωλιά του αφαλού σου".

(απόσπασμα από το μυθιστόρημα Club 23.4)


Σχόλια